-
1 застёжка
застёжка ж η αγκράφα, η πόρπη η κόπιτσα (кнопка)' \застёжка-молния το φερμουάρ* * *жη αγκράφα, η πόρπη, η κόπιτσα ( кнопка)застёжка мо́лния — το φερμουά
-
2 крючок
крючокм1. ὁ γάντζος/ τό ἀγκίστρι, τό ἄγκιστρον (рыболовный)/ ἡ κόπιτσα, ἡ κόπτσα, ἡ ἀγκράφα, ἡ πόρπη (на платье):застегну́ть на \крючок κουμπώνω τίς ко-πίτσες· 2.:спусковой \крючок воен. ἡ σκανδάλη·3. перен (о человеке) разг уст. см. крючкотвор. -
3 кнопка
-и θ.1. πινέζα.2. χουμπί επαφής, ηλεκτρικό κουμπί.3. μικρή πόρπη, κόπιτσα. -
4 пряжка
См. также в других словарях:
κόπιτσα — κόπιτσα, η και κόπτσα, η (λ. τουρκ.), μικρή πόρπη που αποτελείται από δύο τμήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόπιτσα — και κόπτσα, η μικρή πόρπη, θηλύκωμα, που αποτελείται από δύο τμήματα («αρσενική κόπιτσα θηλυκή κόπιτσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kopca] … Dictionary of Greek
ενετή — η (Α ἐνετή) [ενίημι] νεοελλ. 1. στρ. πόρπη τού ζωστήρα, τού κολεού κ.λπ., κν. κόπιτσα, φιούμπα 2. (τεχν.) σιδερένιος σύνδεσμος που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματος αρχ. περόνη, βελόνη, καρφίτσα, πόρπη («χρυσείῃς δ ἐνετῇσι κατά… … Dictionary of Greek
όρπη — η, ΝΜΑ 1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
κλειδωτήρι — και κλειδωτάρι, το (Μ κλειδωτήρι) [κλειδώνω] νεοελλ. μετάλλινο κόσμημα τών γυναικείων φορεμάτων, πόρπη, με την οποία συνδέονται τα δύο άκρα τής ζώνης, αλλ. κόπιτσα, θηλυκωτήρι μσν. κλειδί … Dictionary of Greek