Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η πόρπη η κόπιτσα

См. также в других словарях:

  • κόπιτσα — κόπιτσα, η και κόπτσα, η (λ. τουρκ.), μικρή πόρπη που αποτελείται από δύο τμήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόπιτσα — και κόπτσα, η μικρή πόρπη, θηλύκωμα, που αποτελείται από δύο τμήματα («αρσενική κόπιτσα θηλυκή κόπιτσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kopca] …   Dictionary of Greek

  • ενετή — η (Α ἐνετή) [ενίημι] νεοελλ. 1. στρ. πόρπη τού ζωστήρα, τού κολεού κ.λπ., κν. κόπιτσα, φιούμπα 2. (τεχν.) σιδερένιος σύνδεσμος που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματος αρχ. περόνη, βελόνη, καρφίτσα, πόρπη («χρυσείῃς δ ἐνετῇσι κατά… …   Dictionary of Greek

  • όρπη — η, ΝΜΑ 1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • κλειδωτήρι — και κλειδωτάρι, το (Μ κλειδωτήρι) [κλειδώνω] νεοελλ. μετάλλινο κόσμημα τών γυναικείων φορεμάτων, πόρπη, με την οποία συνδέονται τα δύο άκρα τής ζώνης, αλλ. κόπιτσα, θηλυκωτήρι μσν. κλειδί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»